μετασσεύομαι

μετασσεύομαι
μετασσεύομαι (Α)
(επικ. τ.) βλ. μετασεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”